Sunday, September 27, 2009

Η αλληγορική γέννηση του Σύμπαντος - Πάπυρος Δερβενιου


Η αλληγορική γέννηση του Σύμπαντος

Την αλληγορία της εξέλιξης του σύμπαντος εμπεριέχει ο περίφημος πάπυρος του Δερβενίου(φωτογραφία), το οποίο είναι το αρχαιότερο βιβλίο της Ευρώπης.

Την ανακοίνωση αυτή αναμένεται να κάνουν σήμερα (Πέμπτη) οι συγγραφείς της πρώτης πλήρους έκδοσης κειμένου του «Ελληνικού κώδικα», καθηγητές, Κυριάκος Τσαντσανόγλου, Θεόκριτος Κουρεμένος και Γιώργος Παράσογλου, κατά τη διάρκεια ειδικής παρουσίασης στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.

Για τη σημασία του Παπύρου θα μιλήσουν ακόμη οι καθηγητές των πανεπιστημίων του Κέμπριτζ, Ρίτσαρντ Χάντερ, της Γένοβας Φράνκο Μοντανάρι και του Χάρβαρντ, Γκρέκορι Νάγκι, ο οποίος είναι και ο διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών της Ουάσιγκτον.

Σύμφωνα με τους επιστήμονες, το κείμενο είναι γραμμένο στην Ιωνική διάλεκτο με αρκετές δόσεις της αντίστοιχης Αττικής και χρονολογήθηκε στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ.


Τον πάπυρο, όμως, φαίνεται ότι αντέγραψε ένας γραφέας του τελευταίου τετάρτου του 4ου αιώνα π.Χ.

Ο συγγραφέας αναφέρεται σε όσους δεν πιστεύουν στα δεινά, που πρόκειται να αντιμετωπίσουν μεταθανάτια οι ίδιοι.

Περιγράφει, δε, τις θυσίες και τις σπονδές, που γινόταν στις Ερινύες και στις Ευμενίδες, τις οποίες θεωρεί ο ίδιος σαν τις αναρίθμητες ψυχές των νεκρών.

Στο κείμενο περιγράφεται πως οι οντότητες αυτές δεν τιμωρούν μόνο τα ανομήματα των ανθρώπων, αλλά τιμωρούν και κάθε παραβίαση των φυσικών νόμων του Σύμπαντος.

«Απευθύνομαι σε όσους αντιλαμβάνονται, οι αμύητοι να βάλουν πόρτες στ’ αυτιά τους», αναφέρει σιβυλλικά ο συγγραφέας, που φαίνεται πως αναφέρεται σε έναν μυστικό κώδικα, τον οποίο μόνο ο ίδιος μπορεί να αποκρυπτογραφήσει.

Στο κείμενο εξιστορείται ότι ο Δίας πήρε τη βασιλεία από τον πατέρα του Κρόνο, που κι αυτός κάθισε βίαια στον θρόνο τον πατέρα του, Ουρανό. Ο Δίας ως απόλυτος άρχοντας καταπίνει το σύμπαν, το οποίο έβγαλε ξανά από το στόμα.

Τότε ο Δίας αναδημιούργησε το σύμπαν στη μορφή, που έχει σήμερα. Ο συγγραφέας ερμηνεύει τον ορφικό ύμνο προς τον κυβερνήτη των πάντων, Δία, ως μία αλληγορία της εξέλιξης του Σύμπαντος, που μεταβλήθηκε από μία αρχική υπέρθερμη – χαοτική κατάσταση σε έναν κόσμο, καθώς και σε ένα εύτακτο σύστημα.

Στον πάπυρο αναφέρεται πως όλα όσα υπάρχουν σήμερα στο σύμπιαν απαρτίζονται από μικροσκοπικά σωματίδια (τα όντα), τα οποία δεν δημιουργήθηκαν σε κάποια στιγμή από κάποιο δημιουργό, αλλά πάντοτε υπήρχαν.

Ωστόσο, παρακάτω επισημαίνεται ότι τα όντα ήταν αναμεμειγμένα και αιωρούνταν μέσα στον αέρα που τα περιέκλειε και διέθετε νόηση ( τον Νουν).

Ο Νουν, λοιπόν, όρισε το πώς πρέπει να δημιουργηθεί το σύμπαν , αφού αντιλήφθηκε ότι η θερμότητα είναι αυτή, που δεν αφήνει τα όντα να συσταθούν και να συμπαγούν!

Έτσι, απομάκρυνε ένα μεγάλο αριθμό πύρινων σωματιδίων και δημιούργησε τον Ήλιο.

Τότε τα υπόλοιπα σωματίδια συγκρούστηκαν το ένα με το άλλο, μέχρις ότου ήρθαν σε επαφή τα όμοια όντα, τα οποία προκάλεσαν τη συνένωσή τους!

Το αποτέλεσμα ήταν τότε να δημιουργηθούν τα νυν όντα, τα οποία είναι όσα βλέπουμε στο τωρινό σύμπαν!

Ο συγγραφέας θεωρεί πως ο αήρ- Νους ποτέ δεν γεννήθηκε, αλλά υπήρχε πάντοτε και πιστεύει ότι πάντοτε υπήρχαν τα όντα και θα υφίστανται εσαεί.

Σύμφωνα με τον ίδιο, τα όντα βρίσκονται μέσα στον Νουν, ο οποίος είναι ο απόλυτος κυρίαρχος αυτών.

Ποιος, όμως είναι ο συγγραφέας του «Ελληνικού Κώδικα»; Οι ειδικοί εξέφρασαν διάφορες απόψεις κατά καιρούς.

Μεταξύ άλλων προτάθηκαν ο «άθεος» Διαγόρας της Μήλου και ο θεολογικός Ευθύφρων του ομώνυμου Πλατωνικού κειμένου.

Οι μελετητές της πρώτης ολοκληρωμένης έκδοσης πιστεύουν ότι το κείμενο τελειώνει απότομα και εκτιμούν πως η συγκεκριμένη πραγματεία εκτεινόταν πιθανότατα σε περισσότερους κυλίνδρους, οι οποίοι μπορεί να κάηκαν στην ταφική πυρά.

Εντούτοις, οι επιστήμονες δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο να μην κάηκαν οι άλλοι κύλινδροι.

Το ρεπορτάζ αυτό δημοσιεύτηκε την Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2006 στην εφημερίδα «Απογευματινή» (αριθμός φύλλου 17.251) και αναδημοσιεύτηκε την Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2006 στον «Τυπολόγο».

ΠΑΠΥΡΟΣ ΤΟΥ ΔΕΡΒΕΝΙΟΥ : Απόδοση Ανδρεά Τσάκαλη


ΠΑΠΥΡΟΣ ΤΟΥ ΔΕΡΒΕΝΙΟΥ

Για τους συνετούς θα τραγουδήσω -στους βέβηλους
κλείστε τις θύρες-
του παντοκράτορα Διός, του άνακτα, τα έξοχα έργα,
όσα με τις συμβουλές της μέλαινας Νυκτός εκτέλεσε,

και των νεώτερων μακάριων το γένος, θεών παντοτινών
που απ' τον Δία γεννήθηκαν τον ισχυρό βασιλέα.
Γιατί ο Δίας απ' τον πατέρα του έχοντας θεία εξουσία,
στα χέρια έμελλε να πάρει ένδοξο σκήπτρο.
Και τα εξήγησε πολύ καλά όλα όσα απ' το άδυτο η θεά του είπε,

η μάντισσα όλων. Νύκτα που με αμβροσία τρέφει τους θεούς.
Αυτή του τα φανέρωσε όλα όσα ήταν θεμιτό να γίνουν, καθώς
βασίλευε στο όμορφο παλάτι του χιονοσκέπαστου Ολύμπου.
Κι αφού ο Ζεύς απ' τη θεά άκουσε τους χρησμούς τους άρρητους,
έλαβε δύναμη στα χέρια και του θεού καταβρόχθισε το λαμπρό

φαλλό, του θεού που πρώτος στον αιθέρα πρόβαλε.
Εκείνος βέβαια γέννησε τη Γαία και τον πλατύ Ουρανό
ενώ η πελώρια Γαία τον Κρόνο έκανε που μεγάλο κακό έπραξε
στον Ουρανό Ευφρονίδη, που πρώτιστος βασίλευσε.
Απ' αυτόν έπειτα ο Κρόνος κι ύστερα ο συνετός Δίας,

κατέχοντας σοφία και βασιλική τιμή ανάμεσα στους μακάριους.
Και τότε λοιπόν του θεού καταβρόχθισε, όπως ήταν θεμιτό,
το φαλλό του Πρωτογόνου βασιλιά. Και εξαιτίας αυτού, όλοι
οι αθάνατοι γεννήθηκαν, θεοί μακάριοι και θεές και
ποταμοί κι όμορφες πηγές και όλα τα άλλα, όσα τότε έγιναν,

ενώ ο ίδιος είναι μονογενής. Βασιλέας των όλων είναι τώρα,
μα κι έπειτα θα είναι. Ο Ζεύς πρώτος γεννήθηκε, ο Ζεύς
ο ύστατος Αστραποβρόντης. Ο Ζεύς είναι η κεφαλή,
ο Ζεύς η μέση, απ' τον Δία όλα πλάστηκαν. Ο Δίας ο ίδιος
ορίζει το τέλος όλων η κραταιή μοίρα είναι ο Δίας. Ο Ζεύς

είναι βασιλιάς, ο αστραποβρόντης Δίας είναι ο άρχοντας όλων.
Γιατί αφού τα έκρυβε όλα, στο χαρωπό φως
πάλι απ' την ιερή καρδιά έβγαλε, εκπληρώνοντας δύσκολα έργα.
Και πρώτη βέβαια απ' τους θεούς στη χρυσή Αφροδίτη,
τη χαρωπή Ουρανία, έφτιαξε θρόνο

κι αμέσως έπειτα στην Αρμονία και στην εράσμια Πειθώ.
Τη γη έφτιαξε και τον πλατύ Ουρανό ψηλά
και τη δύναμη έδωσε του μεγάλου Ωκεανού που ρέει πλατιά
και βάθυνε τις ρίζες του αργυροστρόβιλου Αχελώου.
Έφτιαξε κι άλλη γη απέραντη, που Σελήνη

οι αθάνατοι ονομάζουν και Μήνη οι κάτοικοι της γης,
που πολλά βουνά έχει, πολλές πόλεις και πολλά μέλαθρα
και στη μέση είναι, σε ίση απόσταση από όλα,
που και ανθρώπους πολλούς φωτίζει στην απέραντη γη.
Μα και το μέγα ήλιο έφτιαξε, πολύ ωφέλιμο για τους θνητούς,

και τα λαμπρά άστρα με τα οποία ο ουρανός στεφανώνεται.

Ορφικό Κείμενο


Ο πάπυρος αυτός βρέθηκε λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη, στο Δερβένι. Ο πάπυρος βρισκόταν μέσα σε υπόλειμμα νεκρικής πυράς. Επειδή ήταν καμμένος, συντηρήθηκε από ειδικούς επιστήμονες για αρκετά χρόνια. Πρωτοδημοσιεύθηκε στο βιβλίο: “ Ορφικά Κείμενα Άπαντα “ εκδόσεις “Πύρινος Κόσμος” (Αθήνα 1999). Η απόδοση του κειμένου στα νέα Ελληνικά έγινε από τον Ανδρέα Τσάκαλη.

Είναι ένα παράξενο κείμενο καθώς θα διαβάσατε, που προφανώς περιέχει κωδικοποιημένη γνώση και δεν είναι ολόκληρο. Άγνωστο είναι αν έχουν σωθεί και άλλα τμήματά του. Κάτω από αυτό το κείμενο υπάρχουν δύο ακατανόητοι στίχοι οι οποίοι προφανώς είναι νόθοι και εμβόλιμοι.

Οι στίχοι είναι οι εξής:

Και όλα αυτά επινόησε κι έφτιαξε ο σοφός Δίας,
γιατί ερωτικά ήθελε με τη μητέρα του να σμίξει

The Derveni Papyrus by Gábor Betegh


The Derveni Papyrus: Cosmology, Theology and Interpretation
Gábor Betegh, The Derveni Papyrus: Cosmology, Theology and Interpretation, Cambridge University Press, 2004, 441pp., $130.00 (hbk), ISBN 0521801087.


Reviewed by Patricia Curd, Purdue University


--------------------------------------------------------------------------------

Any discussion of the Derveni Papyrus (DP) ought to begin by relating how a carbonized scroll was discovered in 1962, in the remains of a funeral pyre covering one grave (Grave A) of seven burials found during construction work on the National Road from Thessaloniki to Kavala. That is exactly how Gábor Betegh begins his study. The Derveni Papyrus, tentatively dated to the late fourth or early third centuries BCE, was the first papyrus discovered on mainland Greece and is, perhaps, the oldest Greek papyrus so far discovered.[1] The DP has been opened (an undertaking of delicacy, given the fragility of carbonized papyrus).[2] Twenty-two columns were reconstructed, with a remainder of some unidentified fragments. Betegh tells us that

The bottom part of the papyrus was consumed by the flames, and only 7-8 cm of the upper half escaped. This means that we have 15-17 lines of writing in the better preserved columns, of which the upper 10-11 lines have an almost continuous text, whereas usually only a few letters are legible in the bottom lines. Only small fragments of 9-10 lines, some with hardly any legible letters, remain from the badly damaged first columns. (p. 60)

The papyrus contains an allegorized and rationalistic explication of an Orphic poem, preserving a treatise that is probably from the last quarter of the fifth century. Its author quotes Heraclitus (quoting together two lines that had not previously been known to go together), knows the theories of Anaxagoras, and seems familiar with the views of Diogenes of Apollonia. The find is spectacular. The story of the Derveni Papyrus involves archeologists, papyrologists, officials of government departments, classicists, and philosophers. More than forty years after its discovery, there has still been no official publication of the text, although that now is long overdue.[3] An unauthorized and anonymous publication appeared in Zeitschrift für Papyrologie und Epigraphik (ZPE) 47 (1982). A provisional text, including previously unavailable material, approved by Professor K. Tsantsanoglou, who was doing official work on the papyrus, was part of Studies on the Derveni Papyrus, edited by André Laks and Glenn Most (Oxford University Press, 1997); and Richard Janko, working from, in Janko's words, "all available published sources," published his own version, "An Interim Text," in ZPE 141 in 2002. Scholars disagree about the date of the papyrus, its significance, its likely author, and above all, about the text.

I begin with this story, because, for many philosophers, textual uncertainties can be side issues, arcane difficulties that obscure the real task at hand of analyzing and solving philosophical problems. Those of us who deal with the history of philosophy are more aware of the relevance of texts and manuscripts (and those working on Greek, Islamic, and Medieval philosophy are quite mindful of the problems). But our students often have no cognizance of this and some are puzzled about why Plato wrote dialogues and Aristotle wrote treatises, while the Presocratics and many Hellenistic philosophers wrote "fragments." The story of the Derveni Papyrus reminds us how fragile our connection with the texts of past philosophers can be, and how sometimes what we study depends on the vicissitudes of history.[4]

While Presocratic philosophy was developing, the term "Orphic" came to be applied to a number of religious cults and rituals. It is probable that there was some sort of organized system of beliefs this early, although the evidence is spotty. Nonetheless, the name of Orpheus was certainly linked with views about the proper ways of life and death: there were views about purity of life, death rituals, and the immortality of the soul. The Orphic view was based on a cosmogony similar to that found in Hesiod, and Dionysus held a special place.[5] In the extant and legible portions of the DP, a version of the cosmogony is given: there are a series of overthrowings of the ruling figure (Kronos overthrows Ouranos, probably by castrating him). Zeus follows Kronos and swallows the severed phallus, thus containing all things within himself. A new order arises from Zeus, who then apparently commits incest with Rhea (his mother); after the point where the papyrus breaks off, there were probably discussions of the births of Persephone (probably the child of Zeus and Rhea) and Dionysus (the child of Persephone and Zeus). The connection between the cosmogony and the rituals is unclear, but that is not our worry. It would appear that the Orphic view of the world is utterly incompatible with the philosophical, if by that we mean the attempt to understand the world of nature on its own terms (a standard view of the Presocratic philosophers, for instance). Yet the Derveni author sees links, and thinks that it is crucially important to give an allegorized account of the Orphic material. Betegh gives a clear analysis of the cosmogony as it appears in the DP and undertakes an account of the Derveni author's purposes.

Betegh's admirable book begins with a provisional text (with a complete and scrupulous apparatus, recording alternate readings and conjectures for almost every line) and translation.[6] There follow chapters on the finding of the papyrus and on the first six columns (which were not included in the anonymous ZPE text of 1982, being first made public by Professor Tsantsanoglou at the 1993 Laks-Most conference that forms the basis of their Studies on the Derveni Papyrus). In two more chapters Betegh reconstructs the poem and discusses problems in interpreting both the Orphic text and the Derveni author's own purposes in providing an allegorized analysis of the original Orphic material. There are chapters on the cosmic god of the poem, on the cosmology of the poem, on Anaxagoras and the Derveni material, on Diogenes of Apollonia and Archelaus (said to be a student of Anaxagoras and a teacher of Socrates). There follows a curious discussion of Heraclitus combined with some rather speculative discussions of material from some Orphic gold plates. The fine final chapter, in which Betegh sums up and forms his conclusions, is called "Understanding Orpheus, Understanding the World." Finally, there is an appendix in which Betegh discusses and ultimately rejects Richard Janko's proposal that the author of the papyrus is the Sophist Diagoras of Melos, and that the papyrus contains a portion of Diagoras' Apopyrgizontes Logoi.[7] The Derveni Papyrus is a impressive display of scholarship, technical expertise, and philosophical judgment. Because I am a philosopher (and not a papyrologist), and because the readers of NDPR are also, for the most part, philosophers, I shall here concentrate on the parts of Betegh's work that most concern us. The Orphic material is, to modern eyes, bizarre; the allegorizing explanations only slightly less so. So the obvious question is: why did the Derveni Author explicate this material in this way?[8]

Betegh suggests that the Derveni author sees a link between cosmology and eschatology. Proper understanding leads to proper conduct. The lines of column 5 point to this:

Overcome by fault and by pleasure as well, they neither learn, nor believe. Disbelief and lack of understanding [?are the same thing]. For if they neither understand, nor do they learn, [it is not possible that they believe] even when they see . . .[9]

Betegh explicates,

Moral betterment is a precondition both for piety and gain in knowledge about the divine. This assertion . . . can be taken as an intellectualised interpretation of the need for purification before initiation . . . as one gains knowledge about the divine, that is, as one understands the way the divinity governs the world, and hence takes up the correct cognitive attitude towards it, one naturally, by the same gesture, assumes faith in it as well. Piety and comprehension of the nature and functioning of the god are two aspects of the same state of mind.

The Derveni author thus carefully explicates the Orphic cosmogony and explains the details of ritual. This view of the relation between understanding and religious piety is not peculiar to the Derveni author. It is present in Xenophanes, and in Heraclitus. But it might seem that in the case of these Presocratics there is an important difference. In Xenophanes and Heraclitus, incomplete understanding of the nature of the gods and the cosmos leads to impious acts (or useless ones, especially in the case of Xenophanes). In Heraclitus, sound thinking is the greatest virtue (DK 22 B112), and he criticizes conventional religious practices insofar as those practices are based on wrongful understanding (B5, B14, and B15). For Xenophanes, failure to understand the true nature of divinity leads humans to imagine that gods are like themselves and that natural phenomena (like the rainbow or St. Elmo's fire) are really messages, signs, and portents sent from the deity to humans (DK 21 B32, A39). In these cases, there appears to be a reduction of the divine to the naturalistic. Iris rainbow, the messenger of the gods, is really by nature cloud, says Xenophanes. For Heraclitus, the ruler of the universe is the Logos, whose symbol is fire or thunderbolt (DK 22 B30, B64, B90); it is, says Heraclitus, both unwilling and willing to be called by the name of Zeus (B32). The Derveni author, on the other hand, interprets the Orphic stories as advocating for certain religious views and practices: Betegh says "the most probable general characterization of the author . . . is that he was a priestly figure with Orphic allegiance" (p. 350). For Betegh, this priestly figure, like an ancient doctor, is demonstrating his presumed superior knowledge (both theoretical and craft-knowledge) through his explanations. For, like the medical practitioner, the Derveni author wants to heal us: as a priestly figure, he wants to gain the trust of his religious "patients" and encourage them to act in certain ways for the health of their souls rather than of their bodies. Thus, for him, the divine cannot simply reduce to the natural, but rather, the workings of the divine must be present in the natural. Betegh argues that the Derveni author is well-versed in the cosmological theories of the Presocratics, and is trying to be up to date in his views (p. 239, with respect to the cosmological picture in the DP).[10] So, is the Derveni author trying to harmonize the new philosophy with the Orphic tenets, or is he trying to make Orphism respectable for people who are inclined to reject it as insufficiently rational?

Almost as soon as word of the contents of the papyrus was out, it seemed to scholars that Anaxagoras must have been a fundamental influence on the views of the Derveni author. The god of the papyrus is identified with Mind (or Nous); Anaxagoras' Nous is the motive cause of the cosmos. Some other scholars have also seen Anaxagorean influence in the "theory of matter" at work in the DP. Betegh, reasonably, in my view, offers a deflationary analysis of this latter claim. Anaxagoras' theory is far more complex and sophisticated than that of the DP, and there is no need for the Derveni author to invoke a system as complicated as Anaxagoras' theory of "all things in all things." On the other hand, the connection with Anaxagorean Nous seems far more likely. The Derveni author calls his god Mind precisely because it is an intelligent cause, and Betegh argues that this name did not come from the original Orphic poem, but was introduced by the Derveni author himself. Anaxagoras' Nous is certainly a first efficient cause, acting on the eternal undifferentiated mass of stuffs that form the original mixture. Nous sets this mass in motion, and it is from the resulting rotation that the world as we perceive it developed (DK 58 B1, B12). One can immediately see that this would be an attractive model for a theorist with a god-driven cosmos. Yet, as both Plato's Socrates (in the Phaedo) and Aristotle argued, it is not clear that Anaxagoras' Nous is anything more than an efficient cause; it does not, later Greek philosophers argued, decide anything, and acts more like a motor than a rational mind. Diogenes of Apollonia, another obvious influence on the Derveni author, said that air, as having intelligence (noēsis), governs all things and is god; it has been argued, by Laks, that this change in nomenclature constitutes exactly this criticism of Anaxagoras by Diogenes.[11] Moreover, Anaxagoras had a reputation as an atheist, and was tried and banished by the Athenians for impiety (because, according to reports, he said that the moon was a stone and the sun a mass of red-hot metal). Betegh, of course, is aware of all this, and indeed discusses some of these points. So, if Betegh wants to maintain the priestly-philosopher account of the Derveni author, he has to find a way to reconcile the author's adoption of the language of Anaxagorean naturalism with his Orphic piety. He finds a model for the link in Heraclitus, which he explores in a key chapter: "Physics and eschatology: Heraclitus and the gold plates."

Because the Derveni author quotes Heraclitus (col. 4 contains B3 and B94, quoted as a single unit), and because only Heraclitus is mentioned by name by the author, it is clear that Heraclitus has some importance for our understanding of the papyrus. Betegh goes farther, finding in the Heraclitus quotation a model of the connection between cosmology and eschatology that the author is making throughout the papyrus. The Heraclitus quotation says, "The sun . . . according to nature is a human foot in width, not transgressing its boundaries. If . . . oversteps, the Erinyes, the guardians of Justice, will find it out" (Betegh's translation).[12] As Betegh notes, the problem in forging such a link is that the papyrus, in its fragmentary state, reveals little about the author's eschatological views. Following Glenn Most, Betegh argues that these views can be reconstructed (at least in part) by looking at the gold plates (especially the so-called Tablet C and A4) from burials in Thurii (in southern Italy) that have Orphic connections.[13] The intelligible words (not many) on Tablet C (found in the tomb of a cremated person) connect fire and air, and also use several of the names for divine personages found in the DP. That C and A4 were together links them, according to Betegh, with the other so-called A plates from Thurii, which apparently discuss a death by lightning. This, of course, is the thunderbolt of Zeus, and connects with fire and the Logos in Heraclitus. According to Betegh, relying on the suggestions he finds in the gold plates, the Derveni author seeks to correct Heraclitus' view. For Heraclitus in the passage quoted,

cosmic and eschatological guidance, justice and surveillance are closely related or even identical functions of the supreme power, fire. . . the Derveni author would agree with much of this -- except that last word, fire. . . Pace Heraclitus it is not the thunderbolt which steers the world, but Zeus, and the thunderbolt is but a tool in his hand. (p. 345)

All fire is thus divine and not something for the initiated to fear. The papyrus claims that the stars and other heavenly bodies are fire -- but controlled by Mind (Zeus) they are part of the natural order, necessary for the continued existence of world, and "the source of all becoming." It is the tool of the divine and not to be feared in any form, not even as the fire that burns the funeral pyre at the end of one's life. For the initiate, the natural explanation and the eschatology coincide. This is a fascinating suggestion, yet I find it rather fantastic. (Betegh recognizes that it is highly conjectural.) The geographical distance between Thurii and Derveni is large, and connections between the pieces of evidence are slight, and Betegh's interpretation requires that the Derveni author quote Heraclitus (and only Heraclitus) and at the same time intimate that Heraclitus fails to understand Heraclitus' own views (it is Zeus -- air, and his minions, the Erinyes, who control the sun -- rather than the fire in the sun that is divine). In effect, for Betegh, the Derveni author turns Heraclitus on his head, yet quotes him in a way that suggests that what Heraclitus has to say is crucial. Moreover, just before the quotation, the author refers explicitly to Heraclitus' doctrine that the common (by which Heraclitus means the objective truth of the Logos) overturns what is private, the individual beliefs of those who do not recognize the cosmic order embodied in the Logos (see Heraclitus B1, B2). This, too, must be important, yet it is unclear how this coheres with Betegh's story, for it seems to point away from eschatology toward the objective knowledge of physics and philosophy.

There is another, more straightforward way to connect physics and eschatology. I find it curious that Betegh devotes so little space to Empedocles. (There is a short discussion on pp. 370-372, at the very end of the last chapter.) In Empedocles we find exactly the sorts of connections that Betegh needs for his interpretation of the Derveni author's intentions. The new Strasbourg Empedocles material refutes the traditional view that Empedocles wrote a physical poem and a religious poem that have little to do with one another.[14] For Empedocles, genuine knowledge of cosmology is necessary for proper religious belief: knowledge is the key to understanding the Divine and living correctly through all the returns of one's daimon.[15] Whether or not Betegh is willing to accept Empedocles as a model for the Derveni author, it is curious that he dismisses him so quickly. He acknowledges Orphic strains in Empedocles, but tries to sever the connection between Empedocles and the Derveni author by emphasizing (correctly) that Empedocles sets himself up as an authority, taking for himself the primary role that Orpheus plays in the DP. In contrast, the Derveni author recognizes the authority of Orpheus, and presents himself as merely the servant and prophet of Orpheus. Yet even with this difference, I find Empedocles a compelling possible influence -- seeing positive doctrinal connections with Betegh's Derveni author that are at least as strong as those that link him with Diogenes of Apollonia. The "atheist" Anaxagoras may have provided Nous, but Empedocles may have provided the link between physics and eschatology.[16]

However we evaluate the conclusions that Betegh finally draws, this is a valuable and important book. There is much here for philosophers to learn -- about Greek religion, about papyrus studies, and above all, about the porous boundaries between what we would call philosophy and theology, or science, or superstition, in the world of the ancient Greeks. Betegh's study is a large step forward, a step that he takes with caution, recognizing that once the DP is officially published, some of his results may have to be revised. In the meantime, we should be grateful that he has undertaken this bold study exploring the wonders and mysteries of a remarkable document.[17]





--------------------------------------------------------------------------------

[1] Betegh cautiously mentions a "badly preserved roll found in 1982 in a tomb in Athens and dated to the fifth century," which had not yet, at the time of his writing, been made legible; p. 59 n. 10.

[2] A beginner's guide (with terrific illustrations) to the problems and perils of attempting to open and read carbonized papyrus scrolls can be found in David Sider's The Library of the Villa dei Papiri at Herculaneum (Los Angeles: The J. Paul Getty Museum, 2005).

[3] The AP reported in early June 2006 that an international team involving "experts from Brigham Young University in Utah used multispectral digital analysis to create enhanced pictures of the text, which will be studied by Oxford University papyrologist Dirk Obbink and [Apostolos] Pierris [of Greece], and published by the end of 2007." See the report at: http://seattlepi.nwsource.com/national/272517_scroll02.html (this site has a photograph of the fragments).

[4] A similar reminder comes from the new Empedocles material recovered from a fragmentary papyrus stored in the University Library at Strasburg: see A. Martin and O. Primavesi, L'Empédocle de Strasbourg (Berlin: Walter de Gruyter, 1999).

[5] A short introductory discussion of the Orphic cosmogonies and the DP can be found in Chapter I.4 of G. S. Kirk, J. E. Raven, and M. Schofield, The Presocratic Philosophers (Second Edition, Cambridge: Cambridge University Press, 1983).

[6] Betegh saw the papyrus fragments at an exhibit at the Archeological Museum in Thessaloniki, but he had not had private access to it. A photograph of the fragment containing column 14 is on the dust jacket of the book.

[7] The title, says Janko, might be translated as "Fortifying Arguments" or "Walling-off Arguments" (metaphors from siege-craft). Janko develops his proposal in a series of articles ("The Derveni Papyrus (Diagoras of Melos, Apopyrgizontes Logoi?): A New Translation," Classical Philology 96 (2001) 1-32; "The Derveni Papyrus: An Interim Text," Zeitschrift für Papyrologie und Epigraphik 141 (2002) 1-62; "The Physicist as Hierophant: Aristophanes, Socrates, and the Authorship of the Derveni Papyrus," Zeitschrift für Papyrologie und Epigraphik 118 (1997) 61-94). His response to Betegh can be found in his review of Betegh's book in The Bryn Mawr Classical Review (http://ccat.sas.upenn.edu/bmcr/2005/2005-01-27.html).

[8] A similarly intriguing question: who was buried in the tomb, and why was this papyrus on the funeral pyre? For one suggested answer, see G. Most, "The Fire Next Time: Cosmology, Allegoresis, and Salvation in the Derveni Papyrus," The Journal of Hellenic Studies 117 (1997) pp. 117-135.

[9] The bracketed material is suggested by Betegh and others to fill a gap in the text.

[10] It seems to me that Betegh rather overplays the role of one-many problems, both in early cosmologies and in the DP (see especially pp. 175-178; his analysis relies heavily on the work of Walter Burkert). He sees the role of Zeus as a "totaliser." Through the swallowing of the phallus and hence the "interiorizing" of the whole world, "there is thus one viewpoint from which the totality and diversity of the world can be seen as a unity" (p. 178). Another possibility is that, since the supreme god turns out to be Nous, we now have a mechanism by which the world becomes intelligible, insofar as it depends on and is (in some sense) a manifestation of the god.

[11] A. Laks, Diogène d'Apollonie: La Dernière Comologie Présocratique (Lille: Presses Universitaires de Lille, 1983).

[12] Most other scholarly discussions of Heraclitus and the DP have focused on the fact that this passage is evidence for how B3 and B94 were originally connected.

[13] Betegh differs from Most on which gold plates are relevant.

[14] The number of poems question is still open; that physics and religion are compatible and indeed inseparable for Empedocles is not.

[15] I have discussed this in "On the Question of Religion and Natural Philosophy in Empedocles," in Apostolos Pierris, ed. The Empedoclean Kosmos: Structure, Process and the Question of Cyclicity (Proceedings of Symposium Philosophiae Antiquae Tertium Myconense) (Patras: Institute for Philosophical Research, 2005), pp. 137-162, and "A New Empedocles? The Implications of the Strasburg Fragments for Presocratic Philosophy" in J. J. Cleary and G. M. Gurtler, eds., Proceedings of the Boston Area Colloquium in Ancient Philosophy Vol. 17, 2001, pp. 27-49; a much stronger view (which perhaps disparages the necessity of physical knowledge) can be found in P. Kingsley, Ancient Philosophy, Mystery, and Magic: Empedocles and Pythagorean Tradition (Oxford: Clarendon Press, 1995), and "Empedocles for the New Millennium," Ancient Philosophy 22 (2002) pp. 333-413.

[16] There is, of course, the possibility that the DP author does not mean to endorse the religious view. This seems to be the Derveni author as Janko interprets him. I don't think that this disagreement can be settled at the moment, as it turns on a number of disagreements about the text between Betegh and Janko. Again, one awaits the official publication of the papyrus, and further work by specialists.

[17] This is a monograph primarily intended for specialists: there is much untranslated Greek and Latin, which the non-specialist reader will find a burden. This is unfortunate as the book is a fine account of the Derveni Papyrus and of the problems of early Greek philosophy and religion, and philosophers will find it interesting and informative. The bibliography is very good, but the index is inadequate (it is disheartening to be faced with 34 page references for "eschatology" or 78 for "air" with no finer-grained sub-entries to help one find what one is looking for). Tighter editing might have helped eliminate some repetition in argument.

The Derveni Papyrus - Book


Η πρώτη έκδοση του παπύρου του Δερβενίου





Το αρχαιότερο βιβλίο της Ευρώπης αναγεννήθηκε από την τέφρα του . Η πρώτη έκδοση του παπύρου του Δερβενίου (με σχόλια και μετάφραση του κειμένου των 25 αιώνων που εμπεριέχει) παρουσιάστηκε την Πέμπτη 19/10/2006 στην κατάμεστη αίθουσα του αρχαιολογικού μουσείου Θεσσαλονίκης παρουσία του συνόλου σχεδόν της πανεπιστημιακής κοινότητας, των τοπικών αρχών και άλλων επισήμων.

Την παρουσίαση της έκδοσης που κυκλοφορεί μόνο στα αγγλικά (O πάπυρος του Δερβενίου» (The Derveni papyrus Edited with introduction and commentary by Theokritos Kouremenos, George Parasoglou and Kyriakos Tsantsanoglou. Φλωρεντία , Leo S.Olschki Editore 2006 , σελ.307 , 30 πίνακες) ανέλαβαν οι τρεις συγγραφείς της συνεπικουρούμενοι από τους καθηγητές : Ρίτσαρντ Χάντερ (του πανεπιστημίου του Κέμπριτζ), Φράνκο Μοντανάρι (του πανεπιστημίου της Γένοβας) και Γκρέγκορυ Νάζ του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ και προέδρου του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών.
Ο τελευταίος μάλιστα απηύθυνε πρόταση- πρόκληση προς του συγγραφείς της και τον εκδοτικό οίκο της έκδοσης , το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών να καταστεί ο «ηλεκτρονικός οικοδεσπότης» της έκδοσης . Προσφέρει δηλαδή τον διαδικτυακό του τόπο - με ειδική ιστοσελίδα του παπύρου - στην οποία οι συγγραφείς θα μπορούν να ενημερώνουν την έκδοση όσο συχνά το επιθυμούν ενώ θα επιτρέπει σε συγκεκριμένους χρήστες να αντιδρούν στο κείμενο και να διατυπώνουν τις δικές τους απόψεις.


Αναφερόμενος στο περιεχόμενο του κειμένου του αρχαιότερου βιβλίου του λεγόμενου δυτικού κόσμου ο καθηγητής του πανεπιστημίου του Κέμπριτζ κ. Ρίτσαρντ Χάντερ τόνισε πως «ο πάπυρος του Δερβενίου , όπως η πολιτική , είναι ένα θέμα για το οποίο συνήθως εκφράζονται έντονες απόψεις . Ενώ όμως υπάρχουν άνθρωποι που βρίσκουν την πολιτική απίστευτα βαρετή, δεν έχω ακόμα συναντήσει κανέναν που να μην βρίσκει συναρπαστικό το κείμενο του παπύρου. Ο συγγραφέας του παπύρου θα μπορούσε πράγματι να διαπρέψει ως ένα ιδιαίτερο είδος πολιτικού . Διαθέτει μια σφαιρική άποψη για τη λειτουργία του κόσμου , στην οποία όλες οι διαθέσιμες αποδείξεις προσαρμόζονται αναγκαστικά.. Είναι απόλυτα πεπεισμένος για την ορθότητα των δικών του απόψεων και για την ηλιθιότητα των αντιπάλων του (ούτε κάν γνωρίζει τι θα πει απολογητικό κείμενο ) και μας προσφέρει γνώσεις που μπορούν να μας σώσουν αρκεί μόνο να τις ακούσουμε. Όχι , δεν ισχυρίζομαι ότι ο Τόνι Μπλερ είναι ο συγγραφέας του κειμένου του Δερβενίου , - είναι μάλλον πιθανό να είναι ο Ρίτσαρντ Γιάνκο- (πρόκειται για τον ιστορικό - φιλόλογο του πανεπιστημίου του Μίσιγκαν) ) αλλά η σύγχρονη πολιτική σίγουρα μας προσφέρει ένα παράλληλο για το πώς λειτουργεί αυτός ο συγγραφέας του τέλους του πέμπτου αιώνα.» τόνιζε χαρακτηριστικά στην ομιλία - παρουσίαση της έκδοσης κ. Ρίτσαρντ Χάντερ για να καταλήξει χαρακτηριστικά πως «δύσκολα μπορούμε να σκεφτούμε άλλο κείμενο - πέραν του παπύρου του Δερβενίου - που να έφερε τόσο κοντά ολόκληρο τον κόσμο της κλασσικής φιλολογίας . Εάν το κείμενο του παπύρου μας υπενθυμίζει την ιστορία μας, δικαιώνει επίσης τις πράξεις μας και υποδαυλίζει τον πόθο μας για έναν καλύτερο κόσμο , έναν κόσμο στον οποίο θα διαθέτουμε αληθινή γνώση και ακόμη καλύτερα θα έχουμε συνείδηση πως τη διαθέτουμε» .
Τα σαράντα και πλέον χρόνια που χρειάστηκαν για να ανασυνταχθεί, να μεταφραστεί και να ερμηνευθεί ο πάπυρος του Δερβενίου είναι μάλλον λίγα. Η περιπέτεια του διήρκησε 25 αιώνες.
Εντοπίστηκε το 1962 στη διάρκεια ανασκαφής ομάδας αρχαιολόγων με επικεφαλής τον Πέτρο Θέμελη στο Δερβένι (δέκα χιλιόμετρα βόρεια της σημερινής Θεσσαλονίκης) . Ο κύλινδρος μεταφέρθηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης . Σώθηκαν 266 κομμάτια , το μέγεθος των οποίων κυμαίνεται από αυτό ενός μεγάλου γραμματοσήμου έως αυτό μιας φακής . Τα περισσότερα τοποθετήθηκαν στη σωστή τους θέση δημιουργώντας έναν κύλινδρο μήκους τριών περίπου μέτρων και μέγιστου ύψους 9,5 εκατοστών που περιείχε 26 στήλες κειμένου .
Η ανασύνταξη , μετάφραση και ερμηνεία του κειμένου ανατέθηκε αρχικά στον τότε καθηγητή του ΑΠΘ Στ. Καψωμένο , εκείνος το «κληρονόμησε» το 1978 στον συνάδελφο του Κυριάκο Τσαντσάνογλου . Ακολούθησε στα μέσα της δεκαετίας του ΄80 ο καθηγητής της παπυρολογίας Γιώργος Παράσογλου και τέλος ο αναπληρωτής καθηγητής της κλασσικής φιλολογίας κ. Θεόκριτος Κουρεμένος.
«Το κείμενο που αποκαταστήσαμε δεν είναι τελικό σε όλες τις λεπτομέρειες του, ούτε πρόκειται να υπάρξει ποτέ «τελικό» κείμενο - για κανέναν αρχαίο Έλληνα συγγραφέα δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Οι ειδικοί όμως έχουν πλέον μια έγκυρη βάση πάνω στην οποία θα χτίσουν το δικό τους οικοδόμημα , διορθώνοντας και τροποποιώντας όπου χρειάζεται το δικό μας» τόνισε χαρακτηριστικά ο εκ των συγγραφέων της έκδοσης καθηγητής κ.Γιώργος Παράσογλου.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης με την ευκαιρία και της ολοκλήρωσης της έκδοσης προγραμματίζει για το 2008 - όπως ανακοίνωσε εισαγωγικά στην εκδήλωση η διευθύντρια του κ. Π. Βελένη - μεγάλη περιοδική έκθεση για τον Ορφισμό στη Μακεδονία και το κείμενο του παπύρου.
ΕΡΤ3, ΑΠΕ-ΜΠΕ

Οι τάφοι του Δερβενίου : Συγγραφείς Ιωάννης Τουρατσόγλου - Πέτρος Θέμελης


Εκδότης: Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων
Σελίδες: 378



Είναι γνωστή η δυστοκία που υπάρχει στη δημοσίευση ανασκαφών. Ετσι η εμφάνιση του βιβλίου αυτού, που αφορά μια ανασκαφή που έγινε πριν από 35 ολόκληρα χρόνια, δεν μπορεί παρά να χαροποιεί τους αρχαιολόγους και ιδιαίτερα αυτούς της Κλασικής Αρχαιολογίας. Πολύ περισσότερο που αυτή σχετίζεται με μια σημαντική περίοδο της ιστορίας της Μακεδονίας, στα χρόνια αμέσως μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όταν η Πέλλα ήταν η πρωτεύουσα μιας κοσμοκρατορίας. Στις αρχές του 1962 εργασίες διαπλάτυνσης της οδού Θεσσαλονίκης - Λαγκαδά, 9,5 χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη, έφεραν στο φως επτά τάφους, πέντε κιβωτιόσχημους, έναν λακκοειδή και έναν μονοθάλαμο, μακεδονικού τύπου. Οι τάφοι αυτοί πρέπει να σχετίζονται με μια σημαντική αρχαία πόλη, τη Λητή, που βρισκόταν κοντά στο σημερινό Δερβένι και η οποία από τα αρχαϊκά χρόνια συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους πιο σημαντικούς οικισμούς της περιοχής. Ορισμένοι από τους τάφους αυτούς ήταν πλουσιότατα κτερισμένοι ενώ δύο είχαν ήδη εντοπιστεί από αρχαιοκάπηλους, οι οποίοι και αφαίρεσαν τα πολυτιμότερα κτερίσματά τους. Τα πιο σημαντικά αντικείμενα από το εύρημα αυτό, όπως μεταλλικά αγγεία και σκεύη, εκτίθενται από καιρό στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, ωστόσο στην αρχαιολογική επιστήμη ήταν πλημμελώς γνωστά, κυρίως από καταλόγους εκθέσεων που έγιναν κατά καιρούς τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Μόνον ένας κατάκοσμος, με ανάγλυφες διονυσιακές παραστάσεις, μπρούντζινος κρατήρας, ένα πραγματικά αριστούργημα της αρχαίας ελληνικής τορευτικής, είχε δημοσιευτεί το 1978 από την Ε. Γιούρη. Στους περισσότερους από τους τάφους οι νεκροί είχαν καεί ενώ μόνον σε έναν είχαμε με βεβαιότητα ενταφιασμό. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι νεκροί ανήκαν στην ανώτερη τάξη των ευπόρων γαιοκτημόνων, δηλαδή στη μακεδονική αριστοκρατία.
Τα κτερίσματα, σε ορισμένους τουλάχιστον από τους τάφους αυτούς, ήταν πάρα πολλά και μερικά ήταν κατασκευασμένα και από πολύτιμα υλικά, όπως π.χ. από χρυσό, ασήμι και ελεφαντοστό. Είχαμε και ένα σπάνιο για τον ελληνικό χώρο εύρημα, έναν πάπυρο, στον οποίο διασώζεται το παλιότερο ίσως δείγμα ελληνικής γραφής που γνωρίζουμε ως σήμερα πάνω σε ένα τέτοιο υλικό. Δικαίως λοιπόν η ανασκαφή αυτή απασχόλησε όχι μόνον τον ελληνικό αλλά και τον διεθνή Τύπο. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνούμε ότι η αρχαιολογική έρευνα του βορειοελλαδικού χώρου ήταν ως την ανακάλυψη των βασιλικών τάφων της Βεργίνας από τον αείμνηστο Μαν. Ανδρόνικο το 1977 εντελώς περιορισμένη και επομένως ευρήματα όπως τα παραπάνω ήταν για την εποχή τους εντελώς πρωτόγνωρα για τη μακεδονική γη.
Στην αρχή του βιβλίου, μετά από έναν σύντομο χαιρετισμό του υπουργού Πολιτισμού και έναν πρόλογο, έχουμε το ιστορικό της ανασκαφής. Μια ανασκαφή που χρωματίστηκε και από ένα δυσάρεστο γεγονός, όταν εργάτης έχασε τη ζωή του καθώς καταπλακώθηκε από τις ογκώδεις καλυπτήριες λιθόπλινθους ενός τάφου. Ακολουθεί η παρουσίαση των τάφων και του περιεχομένου τους με μορφή καταλόγων. Για τους καταλόγους αυτούς, όπου εκτός από τις περιγραφές των κτερισμάτων έχουμε παράθεση βιβλιογραφίας και αναφορών σε παράλληλα ευρήματα, εργάστηκαν η Δ. Ακτσελή (για τα αλάβαστρα), η Δ. Ιγνατιάδου (για τα γυάλινα), η Αικ. Ρωμιοπούλου (για τα ασημένια) και ο Γ. Τουράτσογλου (για την κεραμική, τον οπλισμό, την ιπποσκευή, τα κοσμήματα ενδυμασίας, τα έπιπλα, τις πήλινες προτομές, τα νομίσματα και τα διάφορα μικροαντικείμενα). Για τα χρυσά και τα χάλκινα συνεργάστηκαν οι Γ. Τουράτσογλου και Π. Θέμελης, οι οποίοι ανέλαβαν και τον συντονισμό της όλης προσπάθειας. Ακολουθεί η πραγμάτευση της αρχιτεκτονικής των τάφων, των ταφικών εθίμων, των ίδιων των κτερισμάτων, των εργαστηρίων της τορευτικής από τα οποία προήλθαν τα ευρεθέντα μεταλλικά αγγεία και σκεύη, της χρονολόγησης των τάφων και τέλος έχουμε ένα κεφάλαιο όπου επιχειρείται η ένταξη του όλου ευρήματος στην εποχή του. Το συνθετικό αυτό μέρος του βιβλίου, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, οφείλεται στον καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης Π. Θέμελη. Μόνο το κεφάλαιο το σχετικό με τα ευρήματα και την εποχή τους το έχει γράψει ο Γ. Τουράτσογλου, διευθυντής του Νομισματικού Μουσείου, ο οποίος μαζί με τον Π. Θέμελη έχουν συνεργαστεί και στο κεφάλαιο της χρονολόγησης. Η περίληψη στα αγγλικά που ακολουθεί είναι στην πραγματικότητα η μετάφραση όλου του συνθετικού τμήματος του βιβλίου. Τέλος έχουμε τα ευρετήρια και μια πλούσια εικονογράφηση.
Είναι, θα έλεγα, αυτονόητο ότι η δημοσίευση μιας ανασκαφής, αν δεν γίνει από τον ανασκαφέα της, είναι ελλιπής και στερεί από την επιστήμη πολλές πληροφορίες. Στην προκειμένη περίπτωση τα πράγματα κάπως διορθώνονται καθώς ένας από τους συγγραφείς του βιβλίου αυτού, ο Π. Θέμελης, έτυχε να πάρει μέρος στη σημαντική αυτή ανασκαφή πριν από 35 χρόνια, ως έκτακτος επιστημονικός βοηθός. Σε δικά του ημερολόγια και σχέδια, όπως και σε ανάλογα των Γ. Μάντζιου και Ε. Μαυρομμάτη, που επίσης συμμετείχαν στην ανασκαφική έρευνα, βασίστηκε η δημοσίευση αυτή. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με το βιβλίο αυτό οι πληροφορίες μας για τη Μακεδονία στους χρόνους αμέσως μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου έγιναν πιο πλούσιες. Ιδιαίτερα εμπλουτίστηκαν οι γνώσεις μας για τα εργαστήρια της τορευτικής που παρήγαγαν τα θαυμάσια μεταλλικά αγγεία και σκεύη των τάφων. Τα περισσότερα από τα εργαστήρια αυτά, κατά την άποψή μου, θα πρέπει να εργάζονταν στην ίδια την πρωτεύουσα των Μακεδόνων, την Πέλλα, της οποίας ο Γ. Οικονόμος, σχεδόν αμέσως μετά την ενσωμάτωση της Μακεδονίας στον εθνικό κορμό, άρχισε την ανασκαφική έρευνα.
Σίγουρα μεγάλη συζήτηση θα προκαλέσει η άποψη των συγγραφέων ότι η χρονολόγηση των τάφων του Δερβενίου στα τέλη του 4ου ή στις αρχές του 3ου αι. π.Χ., στα χρόνια δηλαδή του Κασσάνδρου, συμπαρασύρει και όλα τα ανάλογα ευρήματα που γνωρίζουμε από τον χώρο της Μακεδονίας ως προς τη χρονολόγησή τους. Και ανάμεσα σε αυτά συγκαταλέγουν και τους βασιλικούς τάφους της Βεργίνας, στις αρχαίες Αιγές. Πράγματι «ρευστό χρήμα (αλλά και πολύτιμα σκεύη, κοσμήματα και άλλα τιμαλφή) εισέρρευσε στη Μακεδονία από την ασιατική περιπέτεια μόνο στο διάστημα από τα μέσα της δεκαετίας του 330/20 π.Χ. ως το πολύ και το τέλος της πρώτης πενταετίας μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου». Ωστόσο η χρονολόγηση όλων των μακεδονικών τάφων στη μετά τον Αλέξανδρο εποχή, με βάση τις ως τώρα γνώσεις μας, είναι κάτι που ξαφνιάζει. Οπωσδήποτε στο σημείο αυτό απαιτείται μια πιο τεκμηριωμένη έρευνα.
Με το φροντισμένο, από εκδοτική άποψη, αυτό βιβλίο, το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων συμμετείχε στον εορτασμό της Θεσσαλονίκης ως Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης για το 1997. Οσοι συνέβαλαν ώστε αυτό να δει το φως της δημοσιότητας και κυρίως οι συγγραφείς πρέπει να αισθάνονται ικανοποιημένοι για το έργο που επετέλεσαν. Οι τελευταίοι ανέλαβαν να βγάλουν «τα κάστανα από τη φωτιά» και το έκαναν με επιτυχία. Εκαναν προσιτό στην αρχαιολογική επιστήμη ένα ιδιαίτερα σημαντικό, όσο και ξεχασμένο, υλικό και με σαφήνεια μας έδωσαν όλες σχεδόν τις πληροφορίες που μπορούσαν να μας δώσουν. Η δημοσίευση αυτή, χωρίς αμφιβολία, με τις συζητήσεις που θα προκαλέσει, θα συμβάλει σημαντικά στην προώθηση της αρχαιολογικής και γενικότερα ιστορικής έρευνας στον χώρο της Μακεδονίας των τελευταίων δεκαετιών του 4ου αι. π.Χ.

Μιχάλης Α. Τιβέριος
ΤΟ ΒΗΜΑ, 29-03-1998

Wednesday, September 9, 2009

Η πανάρχαια δημιουργία της έννοιας Γιόγκα από την Ελληνική λέξη Ζυγός του Κώστα Σκανδάλη: ‘Η Αθέατη Όψη του Ινδοευρωπαϊκού Ζητήματος’


Η πανάρχαια δημιουργία της έννοιας Γιόγκα από την Ελληνική λέξη Ζυγός

Είναι γνωστό από τo 1923 σχεδόν, τότε πoυ η αρχαιoλoγική σκαπάνη έφερε στo φως τις χιλιάδες ειδώλια θεoτήτων και σφραγίδες, από τις πανάρχαιες πόλεις Μoχέντζo Ντάρo και Χαράππα, ότι πoλλά από αυτά απεικoνίζoυν γνωστές και αναγνωρίσιμες στάσεις της Γιόγκα.

Έτσι δημιoυργήθηκε μια σoβαρή ένδειξη ότι τo πασίγνωστo και πανάρχαιo σύστημα για την καλλιέργεια τoυ ελέγχoυ τoυ νoυ επάνω στo σώμα και την διατήρηση της ψυχoσωματικής ισoρρoπίας, είναι κι αυτό ένα από τα πoλιτισμικά στoιχεία πoυ μετέφεραν oι πανάρχαιoι Δραυείδες από την περιoχή της Μεσoπoταμίας και μέσω αυτής από τo Αιγαίo.

Παρόμoιες στάσεις γιόγκα έχoυν αναγνωρισθεί και σε αγαλματίδια πoυ έχoυν ανασκαφεί από την περιoχή της Ιεράπετρας της Κρήτης και χρoνoλoγoύνται μεταξύ 4000 και 3500 π.Χ.

Βεβαίως τα αρχαιoλoγικά ευρήματα από μόνα τoυς δεν θα επαρκoύσαν ως απoδεικτικά στoιχεία για να επιβεβαιωθεί μια τέτoια σχέση, εάν δεν συνδυαζόταν με μια επίσης πoλύ σoβαρή ένδειξη σχετικά με την πρoέλευσή της, πoυ δεν είναι άλλη από την ίδια τη λέξη γιόγκα !

Αυτή από μόνη της επιβεβαιώνει τoν παραπάνω ισχυρισμό για την πρoέλευση της Γιόγκα από τo Αιγαίo, με την σημασία της στα Σανσκριτικά πoυ είναι : ‘ένωση δια της ζεύξης’.

Η ίδια η λέξη yoga πρoέρχεται από την σανσκριτική λέξη jugam, πoυ σημαίνει κυριoλεκτικά ζυγός βoών, και μας εκπλήσσει με την διπλή ηχητική και εννoιoλoγική ταύτιση της με την αρχαία ελληνική λέξη ζυγόν, πoυ αργότερα έγινε ζυγός και ως γνωστόν σημαίνει μέχρι και σήμερα ακριβώς τo ίδιo πράγμα, δηλαδή τoν πανάρχαιo μηχανισμό γεωργικής καλλιέργειας (ζυγός βoών).

Η λέξη αυτή όμως είναι δυνατόν να ετυμoλoγηθεί μόνo στην Ελληνική γλώσσα, με την τρoπή τoυ δ σε ζ (πoυ ως γλωσσικό φαινόμενo συναντάται συχνά, όπως στo όνoμα Δευς-γεν. Διός πoυ γίνεται Ζεύς-Διός διατηρώντας τo δ στην γενική, η στην λατινική Jupiter η oπoία ερμηνεύεται ως ‘Ζ(Δ)ευς- πατήρ’ κλπ ) oπότε η λέξη ζυγόν πριν την τρoπή επρoφέρετo δυγόν, λέξη πoυ άλλωστε δεν είναι υπoθετική, αλλά υπάρχει αυτoύσια και με την έννoια ζυγoύ στην Βoιωτική διάλεκτo. Επoμένως ως δυγόν ερμηνεύεται και ετυμoλoγείται ως :
αριθμός δυo + ρήμα άγω (φέρω), δηλαδή τo από δύo φερόμενoν !

Η αρχέγoνη σημασία της λoιπόν φαίνεται ότι αφoρoύσε ανέκαθεν τoν γεωργικό μηχανισμό πoυ άγεται από δύo υπoζύγια Αλλωστε όπoιo παράγωγo της και αν πάρoυμε από την αρχαία ελληνική μέχρι και την σημερινή καθoμιλoυμένη, βρίσκoυμε πάντα να υπoκρύπτεται o αριθμός δύo : ζ(δ)υγός, ζ(δ)εύγoς, ζ(δ)υγαριά, ζ(δ)εύγλα, υπoζ(δ)ύγιo σύζ(δ)υγoς, ζ(δ)υγωματικά, ζ(δ)εύξις κλπ.

Επίσης και oι λέξεις πoυ πρoέρχoνται από την λέξη ζυγόν σε άλλες ‘ινδoευρωπαϊκές’ γλώσσες –αρχαίες ή νέες- διατηρoύν εμφανέστατη την σημασιoλoγική αλλά και ηχητική σύμπτωση με τo ίδιo αντικείμενo :

η περσική yugh, η Χιττιτική iúkán, η γoτθική juk, η τευτονική joch, η λατινική iugum, η σλαβική igo, η λιθoυανική jungas, η αγγλική yoke, η γαλλική joug, ή η ισπανική yugo, σημαίνoυν όλες τoν ίδιo γεωργικό μηχανισμό, αλλά είναι επίσης σημαντικό να πρoσθέσoυμε ότι την συναντάμε και σε μη ‘ινδoευρωπαϊκες’ γλώσσες όπως η Αραβική, (zawg) όπoυ και εκεί σημαίνει ζεύγoς !

Η τρoπή των φθόγγων από δυ σε zu ,yu, iu και ju, είναι συνήθης και πρoέρχεται από την διαφoρετική απόδoση με βάση την πρoφoρά της κάθε γλώσσας.

Παράλληλα, σε καμμία από τις παραπάνω γλώσσες δεν αναλύoνται περαιτέρω ετυμoλoγικά oι αντίστoιχες λέξεις, γεγoνός πoυ σημαίνει πoλύ απλά ότι oι λέξεις πoυ αντιστoιχoύν με την λέξη ζυγόν, δεν απoτελoύν κατάλoιπα μιας ‘κoινής’ εξελικτικής πoρείας των γλωσσών αυτών, αλλά ότι είναι ένα στoιχείo επίκτητo, και απoτέλεσμα μιας ξένης πρoς αυτές τις γλώσσες πρωτoελλαδικής επίδρασης, όχι με τη μoρφή δανείoυ, όπoυ συνήθως αντικαθίσταται ένας υπάρχων τoπικός τύπoς, αλλα με την μoρφή της εισαγωγής ενός εντελώς νέoυ για τoυς λαoύς αυτoύς τεχνικoύ όρoυ !

Είναι επίσης σημαντικό τo να αναφέρoυμε ότι πέρα από την κυριoλεκτική της ερμηνεία, η ίδια η λέξη ζυγόν / jugάm μας απoκαλύπτει και τo γιατί επιλέχθηκε για να συμβολίσει μια τόσo σημαντική επιστήμη όπως είναι στην πραγματικότητα η γιόγκα, και μας δείχνει ότι ως τέτoια βρίσκει πλήρη εννoιoλoγική ερμηνεία στην Ελληνική γλώσσα φανερώνoντας τo υψηλότατo πνευματικό επίπεδo τoυ λαoύ πoυ την εδίδαξε, και τo σημαντικότερo: μας φανερώνει επίσης και την αρχαιότητα της επoχής πoυ την εδίδαξε !

Η Γιόγκα ταυτίζεται λoιπόν με την έννoια τoυ ζυγoύ, για να συμβoλίσει ένα oλoκληρωμένo σύστημα καλλιέργειας της ψυχoσωματικής ισoρρoπίας, πoυ ελέγχει αξoνικά τo σώμα και τo πνεύμα ταυτόχρoνα. Παρoμoιάζεται δηλαδή η διδασκαλία της Γιόγκα με έναν άξoνα, -όπως είναι o ζυγός στην πρoκειμένη περίπτωση-, δια τoυ oπoίoυ εξασφαλίζεται μια ισoρρoπημένη και παράλληλη πoρεία δύo διακριτών ανθρωπίνων δυνάμεων.

Εκφράζεται έτσι ως η τεχνική της σύζευξης πνευματικών και σωματικών δυνάμεων, καθώς και τα απoτελέσματα πoυ αυτή υπόσχεται με πρoϋπόθεση την καλλιέργεια, συνδέoντας νoηματικά τις λανθάνoυσες δυνάμεις τoυ ανθρώπoυ, με τoυς σπόρoυς, oι oπoίoι με την κατάλληλη μέθoδo καλλιέργειας πoλλαπλασιάζoυν τo μέγεθoς τoυς, δίνoντας πλήρη φυτά και καρπoύς.

Η χρήση της έννoιας ζυγόν / jugάm, κάτω από αυτήν την oπτική αναδεικνύεται ως η πλέoν κατάλληλη για συμβoλισμό, διότι κατά την αρχέγoνη εκείνη επoχή, θα εξέφραζε μεταφoρικά τα παραπάνω νoήματα με τoν πιo παραστατικό και κατανoητό τρόπo μέσα από μια oικεία αγρoτική εικόνα, βγαλμένη μέσα από τις πιo κoινές ασχoλίες της καθημερινής ζωής των ανθρώπων.

Ως συμβoλική έννoια επoμένως, απoδεικνύεται απόλυτα κατάλληλη διότι συμπυκνώνει με μία και μόνη λέξη, την ιδέα της παράλληλης εργασίας των δύo υπoζυγίων (σώμα και πνεύμα) πoυ έλκoυν πρoς την ίδια κατεύθυνση (σκoπό) ισoρρoπώντας κάτω από τoν ίδιo μηχανισμό (ζυγόν / jugam – την ψυχoσωματική μέθoδo), υπό την καθoδήγηση τoυ γεωργoύ (νoυς – αυτoπειθαρχία), δίνoντας ως απoτέλεσμα τoυς καρπoύς της καλλιέργειας πoυ εξ αυτoύ τoυ συνδυασμoύ απoκτώνται (ψυχική και σωματική ισoρρoπία).


Πρoκύπτει λoιπόν ως αυτoνόητo τo συμπέρασμα ότι o λαός, στην γλώσσα τoυ oπoίoυ ανήκoυν oι δύo διαφoρετικές λέξεις (δύo + άγω) πoυ συνέθεσαν τη λέξη - κλειδί (ζυγόν > jugάm), είναι ο ίδιος που επέλεξε και την συμβoλική oνoμασία της μεθόδoυ με την ίδια λέξη, με δεδoμένη την ανάγκη μιας πρωθύστερης κατανόησης της ετυμoλoγίας της και των συμβoλισμών πoυ αυτή στηρίζει.

Υπάρχει όμως γι’ αυτό και μια επιπρόσθετη διασθητική θα λέγαμε επιβεβαίωση :
Η ταυτότητα τoυ πoλιτισμoύ πoυ δημιoύργησε την πανάρχαια μέθoδo ψυχoσωματικoύ συντoνισμoύ της γιόγκα, δεν διαφέρει καθόλoυ από την ταυτότητα πoυ υπoδεικνύει η πασίγνωστη διαχρoνική και υπερτoπική διαθήκη των αρχαίων Ελλήνων πoυ συμπυκνώνεται στην φράση ‘Νoύς υγιής εν σώματι υγιή’, γνωρίζoντας την πoλύ μεγάλη σημασία πoυ είχε γι’ αυτoύς η διατήρηση της ισoρρoπίας σώματoς και πνεύματoς, κατά τoυς αιώνες της κλασσικής επoχής.

Η ανάλυση και η διδασκαλία της ψυχoφυσιoλoγίας τoυ ανθρώπoυ σε ένα τέτoιo βάθoς όπως αυτό της γιόγκα, δεν θα μπoρoύσε πoτέ να είναι τo απoτέλεσμα μιας ανεξάρτητης και απoκoμμένης από τoν μέσo άνθρωπo επιστήμης, αλλά αντίθετα, επειδή είναι ανθρωπoκεντρική, εκ των πραγμάτων oφείλoυμε να αναζητήσoυμε την πλαισίωση της αφ’ ενός με μια υψηλότατη πνευματική ανάπτυξη oλόκληρoυ τoυ λαoύ πoυ την ανέπτυξε και την εφάρμoσε, και αφ’ ετέρoυ την πλαισίωση της με καθ’ εαυτό λεπτoμερείς ιατρικές γνώσεις σχετικές με την φυσιoλoγία και την παθoλoγία τoυ ανθρωπίνoυ σώματoς.

Όλα αυτά είναι δεδoμένα για τoν αρχαίo Ελληνικό λαό και πoλιτισμό της κλασσικής επoχής και βεβαίως θα μπoρoύσαμε κάλλιστα να τα υπoθέσoυμε και για τoυς μακρυνούς πρωτοέλληνες πρoγόνoυς τoυ.

Η Αγιoυρβέδα ως τυπική ιατρική επιστήμη των Βεδών, βασίζεται στo ψυχoσωματικό θεωρητικό υπόβαθρo της γιόγκα, και η αρχαία Ελληνική ιατρική πoυ ακόμη και σήμερα χρησιμoπoιείται από τoυς μoυσoυλμάνoυς της Ινδίας διατηρώντας τo όνoμα Unani, (Ιωνική)
είναι παρόμoια με την Αγιoυρβέδα, αν και πιo σύνθετη καθώς διατηρεί τέσσερα πρότυπα ιδιoσυγκρασιών αντί για τρία…

Επίσης η Αγιoυρβέδα στην βάση της είναι καθ’ όλα όμoια με την επιστήμη της ‘ίασης δια της φύσης’ τoυ Ιππoκράτη, στoν oπoίo σήμερα αναγνωρίζεται διεθνώς η πατρότητα της, και βέβαια θεωρείται o πατέρας και της σύγχρoνης ιατρικής στoν oπoίo oρκίζoνται όλoι oι γιατρoί τoυ κόσμoυ πριν πάρoυν τo δίπλωμα τoυς. Μια αρχέγoνη κoινή πηγή λoιπόν και των τριών πoλύ παρεμφερών ιατρικών μεθόδων μπoρεί κάλλιστα να θεωρηθεί ως τo πιθανότερo γεγoνός.

Μπoρoύμε επoμένως να ισχυριστoύμε με βεβαιότητα μετά την ανάλυση των παραπάνω στoιχείων, ότι εκτός των oπoιoνδήπoτε άλλων συμπερασμάτων, απoδεικνύεται πλέoν και από γλωσσoλoγικής πλευράς ότι : η αρχέγoνη πρoέλευση των παραπάνω λέξεων πoυ έχoυν την έννoια ζυγός oργώματoς, oφείλεται σε μια κoινή εξωτερική πηγή, πoυ δεν είναι άλλη από τoν λαό-φoρέα της πρωτoελληνικής γλώσσας, o oπoίoς πoλύ πριν διδάξει την επιστήμη που σήμερα ονομάζεται γιόγκα, είχε διδάξει στoυς πρoγόνoυς όλων των λαών πoυ διατηρoύν κoινή oνoμασία για την έννoια ζυγός, και την χρήση ενός μηχανισμoύ καλλιέργειας πoυ αργότερα θα επέφερε μια επαναστατική αλλαγή στην πoρεία της εξέλιξης τoυς … θα τoυς μετέτρεπε από νoμάδες, κυνηγoύς και τρoφoσυλλέκτες, σε μόνιμα εγκατεστημένoυς γεωργικoύς πληθυσμoύς και oυσιαστικά, με την επιτακτική ανάγκη της απoθήκευσης, πρoστασίας, και διανoμής της πλεoνάζoυσας γεωργικής παραγωγής πoυ αυτή η τεχνική δημιoύργησε, θα έθετε τις βάσεις για την σταδιακή δημιoυργία πόλεων !

Στα παραπάνω θα πρέπει να πρoσθέσoυμε πως εάν η λέξη ‘ζυγόν’ ήταν κατάλoιπo μιας κoινής μητέρας γλώσσας, θα έπρεπε με δεδoμένη την σχετικά περιoρισμένη σημασία της, να αναμένoυμε πoλύ περισσότερες λέξεις, να έχoυν την ίδια εξάπλωση, την ίδια αντoχή και επιβίωση στo χρόνo, και την ίδια ηχητική και εννoιoλoγική παράλληλη πoρεία, με αυτές πoυ μπoρoύν να χαρακτηρισθoύν ΚOΙΝΕΣ σε OΛΕΣ τις ΙΕ γλώσσες, πoυ στην πραγματικότητα δεν υπερβαίνoυν την μια εικoσάδα.

Υπάρχoυν πoλλoί και διαφoρετικoί λόγoι πoυ oδηγoύν τoυς επίδoξoυς ερμηνευτές τoυ γλωσσικoύ φαινoμένoυ, να πιστεύoυν πως κατέχoυν ένα ερμηνευτικό passepartout της πoρείας τoυ από μια κoινή γλώσσα - μητέρα, την στιγμή πoυ καμία ‘ΙΕ’ γλώσσα δεν συγκεντρώνει ενδείξεις για έναν τέτoιo τίτλo, και φυσικά oύτε και η Ελληνική για την oπoία επιφυλάσσoυμε τoν τίτλo της γλώσσας –πατέρα, μέσα από μια τελείως διαφoρετική διαδικασία γέννησης γλωσσικών χαρακτηριστικών !

Τo σύνηθες σφάλμα είναι η απoσπασματική εξέταση στoιχείων και η εξαγωγή συμπερασμάτων από περιoρισμένo αριθμό δειγμάτων, με βάση πρoκαθoρισμένα πρότυπα. Η Gimbutas π.χ. δεν δίνει καμία oυσιαστική ερμηνεία για την σχέση Πρωτoελληνικής και Σανσκριτικής. Συχνά oι μακρόχρoνες σχέσεις διαφόρων ξεχωριστών λαών oδήγησαν στην δημιoυργία συγγενικών γλωσσικών χαρακτηριστικών, πoυ όμως συγκρινόμενα μέσα στo σύνoλo των λεγoμένων ‘ΙΕ’ γλωσσών, δεν έχoυν την εμβέλεια πoυ απαιτείται για να δικαιoλoγηθεί η πρoέλευση τoυς από κάπoιo κoινό ‘ΙΕ’ πρόγoνo, καθώς ανιχνεύoνται συνήθως σε 3 ή 4 κατά μέσo όρo γλώσσες.

Επίσης ένας άλλoς σημαντικός λόγoς πoυ συμβάλλει στην ψευδαίσθηση αυτή, είναι τα πoλύ στενά χρoνικά περιθώρια μέσα στα oπoία τoπoθετείται η δημιoυργία των γλωσσών και η εξέλιξη των γλωσσικών ζυμώσεων, καθώς και η συμπίεση των διαδικασιών πoυ oδήγησαν στη διαμόρφωση τoυς, όντας επιβεβλημένη από δoγματικές θρησκευτικές αντιλήψεις, άσχετες με την επιστημoνική σκέψη.



Από το βιβλίο ‘Η Αθέατη Όψη του Ινδοευρωπαϊκού Ζγτήματος’