Wednesday, February 16, 2011

Julius Christian Sibelius - Τζούλιους Κρίστιαν Σιμπέλιους



Είναι ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες της Φιλανδίας αλλά και γενικότερα του 20ου αιώνα. Γεννήθηκε το 1865 στην Χάμεενλινα και έζησε μέχρι το 1957. Αν και δεν προερχόταν από οικογένεια μουσικών, όπως βλέπουμε σε συνθέτες σαν τον Μότσαρτ ή τον Μπαχ, αλλά ούτε και η ίδια η Φιλανδία χαρακτηριζόταν από τη μουσική της ιστορία, ο ίδιος μπόρεσε και ασχολήθηκε με τη μουσική σύνθεση.
Η Φιλανδία, που μέχρι και το 1809 ήταν ενωμένη με τη Σουηδία, αναζητούσε μία εθνική ανεξαρτησία, μιας και αποτελούσε μέρος της Ρωσίας. Η προσπάθεια για τη δημιουργία της δικής της κουλτούρας είχε ξεκινήσει. Ο Sibelius σπούδασε στο Ελσίνκι, στην πρώτη σχολή που είχε δημιουργηθεί και διδασκόταν η φιλανδική γλώσσα. Εκεί γνώρισε τη φιλανδική λογοτεχνία και ιδιαίτερα το εθνικό έπος Καλεβάλα, ένα έπος που σχεδόν σε όλη τη μουσική του πορεία είχε αποτελέσει ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης. Αν και ο ίδιος προοριζόταν από την οικογένειά του για σταδιοδρομία νομικού, σύντομα εγκατέλειψε τις σπουδές του, για να αφιερωθεί στη μουσική.
Από μικρός έπαιζε βιολί και η επιθυμία του ήταν να γίνει βιολιστής, στην πορεία όμως συνειδητοποίησε ότι οι ικανότητές του στη μουσική σύνθεση ήταν πολύ μεγαλύτερες. Έτσι αφοσιώθηκε σύ αυτό. Μεγάλο ρόλο, σε αυτή την αλλαγή, έπαιξε ο Martin Wegelius. Ο Wegelius ήταν αυτός που ίδρυσε την πρώτη μουσική ακαδημία της Φιλανδίας, το 1882. Με την καθοδήγηση λοιπόν αυτού του ανθρώπου συνέθεσε πολλά έργα μουσικής δωματίου και ενόργανης μουσικής. Εικοσιπέντε χρονών περίπου εγκατέλειψε την Φιλανδία και πήγε στο Βερολίνο, όπου και μελέτησε δίπλα στον Albert Becker. Από το 1890 και μετά συνέχισε τις μουσικές του σπουδές στη Βιέννη.










Δάσκαλός του ήταν ο Ούγγρος συνθέτης Karl Goldmark. Κοντά του έμαθε πολλά πράγματα για τον τρόπο που διευθύνεται μια ορχήστρα. Εκεί ξεκίνησε μια νέα πορεία για τον Sibelius. Μέχρι τότε ήταν ένας συνθέτης μουσικής δωματίου. Στη Βιέννη έγινε και συνθέτης συμφωνικής ορχήστρας. Η πόλη αυτή όμως είχε κι ένα άλλο αντίκτυπο στον ψυχισμό του συνθέτη. Του ξύπνησε το ενδιαφέρον για τη Φιλανδία, για τη λογοτεχνία της, για τη γλώσσα της. Από εκεί και μετά αφοσιώθηκε στη μελέτη του μυθικού έπους "Καλεβάλα" και ανακάλυψε ένα νέο μυθικό κόσμο. Όπως έλεγε και ο ίδιος, το έπος αυτό ήταν σαν τη μουσική. Αποτελούνταν από ένα κύριο θέμα και διάφορες παραλλαγές του. Όταν επέστρεψε στη Φιλανδία συνέθεσε το πρώτο μεγάλο του έργο, το "Κουλέρβο", από τον ομώνυμο τραγικό ήρωα. Η πρεμιέρα του έγινε τον Απρίλιο του 1892 και είχε πολύ μεγάλη επιτυχία. Ήταν αυτό που τον έκανε γνωστό στον κόσμο. Σε αυτή τη συμφωνία φαίνεται αρκετά έντονα η επιρροή που είχε από τον Tsaikowsky.
Στη συνέχεια ακολούθησαν πολλά μεγάλα έργα, όπως το Εν Σάγκα(1892), το Καρελια(1893) και Ο κύκνος της Τουονέλας(1893). Το συμφωνικό του ποίημα "Φιλανδία"(1900) ήταν αυτό που τον έκανε γνωστό στον κόσμο. Από εκεί και ύστερα τον καλούσαν να συμμετάσχει σε πολλές μουσικές διοργανώσεις.
Ο Sibelius όμως, αν και έδωσε κάποιες συναυλίες σε διάφορες χώρες, προτίμησε να αποσυρθεί από το Ελσίνκι γιατί, όπως έλεγε ο ίδιος, "στο Ελσίνκι η μουσική πέθαινε μέσα μου". Αυτό το έκανε το 1904 μαζί με τη γυναίκα του Αino Jarnefelt, όταν πήγε στην απομακρυσμένη αγροικία του στο Γέρβενπεε και έμεινε για το υπόλοιπο της ζωής του.
Έγραψε περίπου 100 σόλο τραγούδια και 7 συμφωνίες. Πέρα από τα έργα που αναφέρθηκαν παραπάνω, κάποιες άλλες χαρακτηριστικές συνθέσεις του είναι οι "Ιστορικές στιγμές", το πένθιμο εμβατήριο "Εις μνήμην", ο "Βάρδος", η σουίτα "Λεμινκέινεν", το τρίτο μέρος της οποίας είναι ο περίφημος "Κύκνος του Τουονέλα", "Η κόρη της Πογιόλα", "Ταπιόλα", το "Valse Triste", που παίχτηκε σύ όλη την Ευρώπη και έκανε το όνομά του ακόμα πιο γνωστό απ' όσο τον είχε κάνει το συμφωνικό ποίημα "Φιλανδία".
Επίσης έγραψε πολλά έργα που προορίζονταν για το θέατρο, αλλά και διάφορα κονσέρτα και σονάτες για βιολί και άλλα για πιάνο ή για έγχορδα, όπως το κονσέρτο για βιολί (1904), που ήταν ουσιαστικά ένα αντίο στο ρομαντισμό του 19ου αιώνα. Από τις πολυάριθμες συνθέσεις του οι 7 συμφωνίες είναι αυτές που καταλαμβάνουν κεντρική θέση στο έργο του συνθέτη. Οι συμφωνίες 1,2,3 (1899-1907) χαρακτηρίζονται από την καθαρότητα και την ευθυμία στις μελωδικές γραμμές, σε αντίθεση με την αμφιλεγόμενη τέταρτη συμφωνία(1911), όπου κυριαρχούν πιο σκοτεινά και βαριά τονικά μοτίβα. Στις τρεις τελευταίες συμφωνίες διαφαίνεται περισσότερο η μουσική ωριμότητα του συνθέτη.
Ο Sibelius θεωρείται ένας από τους τελευταίους ρομαντικούς. Θεωρήθηκε αρκετά συντηρητικός για τον 20ο αιώνα, αν και πολλές συνθέσεις του αποδείκνυαν το αντίθετο! Το σίγουρο είναι ότι αποτελεί ένα παράδειγμα συνθέτη, που αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε πέρα από τις μεθόδους της εποχής του και μπόρεσε να δημιουργήσει ένα δικό του είδος σύνθεσης. Μαζί με τον Nielsen μπόρεσαν να δημιουργήσουν ένα νέο είδος νεοκλασικισμού. Όπως έλεγε και ο ίδιος, ήθελε να προσφέρει στο κοινό "αγνό νερό" αντί για περίτεχνα μουσικά κατατόπια, κάτι που θα περίμενε κάποιος από ένα μουσικό της εποχής του βλέποντας την πορεία που είχε πάρει η μουσική τότε. Σημαντικός παράγοντας για τη στάση του αυτή, ήταν η αντίδρασή του (όπως και πολλών άλλων συνθετών της γενιάς του) στην επιρροή που ασκούσε εκείνο τον καιρό ο Wagner. Επίσης φανερή είναι και η επιρροή του από την παραδοσιακή μουσική της Φιλανδίας,γι΄ αυτό και βλέπουμε στις περισσότερες συνθέσεις του ρυθμούς και μελωδίες που είναι χαρακτηριστικές της λαϊκής ποίησης και μουσικής.
Όπως και πολλοί άλλοι σύγχρονοί του, στο χώρο της τέχνης και όχι μόνο, είχε ιδιαίτερες σχέσεις με τον εσωτερισμό, αλλά κυρίως με τη Θεοσοφία αλλά και με κάποιες σχολές τεκτόνων. Μάλιστα το έργο του "Μusique Religieuse" το είχε αφιερώσει σε κάθε έναν από τους βαθμούς μύησης που συναντάμε στους τέκτονες, όπου και ήταν μέλος.
Χαρακτηριστική είναι επίσης η δύναμη που ασκούσε πάνω του η φύση. Από μικρό παιδί τη λάτρευε. Αυτός ήταν και ο λόγος που είχε εγκαταλείψει το Ελσίνκι κι εγκαταστάθηκε σε μια κατοικία όπου μπορούσε να έχει άμεση επαφή με τη φύση. Ήταν για αυτόν μια μυστική, ποιοτική δύναμη.
Η μουσική του πάντως επηρέασε ιδιαίτερα την πορεία της ίδιας της Φιλανδίας προς την ανεξαρτησία. Η Φιλανδία το 1917 πέτυχε την ανεξαρτησία της, καθώς αποτελούσε μέχρι τότε μέρος της Ρωσίας. Το έργο του "Φιλανδία" ήταν ένα σύμβολο προσφοράς στον αγώνα της για την ανεξαρτησία. Ένα μέρος του έργου αυτού αποτελεί και τον εθνικό ύμνο της χώρας. Το 1937, όταν ο Sibelius έκλεινε τα 70 του χρόνια, παρουσιάστηκε για τελευταία φορά στο κοινό.
Περίπου 7000 άνθρωποι, μεταξύ των οποίων ήταν και ο πρόεδρος της χώρας αλλά και άλλες αξιοσημείωτες προσωπικότητες, παρακολούθησαν το κονσέρτο για τα γενέθλιά του. Το 1957 πέθανε δοξασμένος και κηδεύτηκε σαν εθνικός ήρωας. Ο Sibelius είχε γίνει το σύμβολο της Φιλανδικής μουσικής και της ίδιας της Φιλανδίας. Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός ότι η μουσική ακαδημία στο Ελσίνκι, όπου σπούδασε και όπου ακόμα και σήμερα είναι μια από τις καλύτερες στην Ευρώπη, από το 1939 ονομάστηκε Ακαδημία "Sibelius".




Jean Sibelius
original name Johan Julius Christian Sibelius (b. Dec. 8, 1865, Hämeenlinna, Fin.—d. Sept. 20, 1957, Järvenpää), Finnish composer, the most noted symphonic composer of Scandinavia.
Sibelius studied at the Finnish Normal School, the first Finnish-speaking school in Russian-held Finland, where he came into contact with Finnish literature and in particular with the Kalevala, the mythological epic of Finland, which remained for him a constant source of inspiration. (Many of his symphonic poems, such as Pohjola’s Daughter [1906] and Luonnotar [1913], drew on this source.) Although intended for a legal career, he soon abandoned his law studies at Helsinki, devoting himself entirely to music. At first he planned to become a violinist. Under the guidance of Martin Wegelius he composed much chamber and instrumental music. He adopted the name Jean, which he used throughout his professional career in preference to his baptismal names. In his mid-20s he left Finland to continue his studies in Berlin and Vienna, where his teachers included the composers Robert Fuchs and Karl Goldmark.
On his return to Finland a performance of his first large-scale orchestral work, the Kullervo Symphony (1892), created something of a sensation. This and succeeding works, En Saga (1892), the Karelia music, and the Four Legends, established him as Finland’s leading composer. The third of the four symphonic poems in Four Legends is the well-known The Swan of Tuonela (1893). In 1897, before the appearance of his Symphony No. 1 in E Minor (1899), the Finnish Senate voted Sibelius a small life pension in recognition of his genius. His tone poem Finlandia was written in 1899 and revised in 1900. Sibelius’ compositions of the 1890s are those of a nationalist composer working in the Romantic tradition.
In the first decade of the 20th century Sibelius’ fame penetrated the European continent. The pianist-composer Ferruccio Busoni, whose friendship he had made in Helsinki as a student, conducted his Symphony No. 2 in D Major (1901) in Berlin, and the British composer Granville Bantock commissioned his Symphony No. 3 in C Major (1907). With this work Sibelius turned his back on the national romanticism of the second symphony and the Violin Concerto in D Minor (1903) and moved toward the more searching and uncompromising mode of utterance of En Saga and the Symphony No. 4 in A Minor (1911). After World War I he published his greatest works, the last three symphonies (No. 5 in E-flat Major, No. 6 in D Minor, and No. 7 in C Major) and Tapiola (1925) but then lapsed into the long silence of his last years. Rumours of an eighth symphony (promised for performance in the early 1930s) and even a ninth symphony were unfounded. No manuscripts survived his death.




The 1930s saw a vogue for Sibelius prompted by such writers as Cecil Gray and Constant Lambert in England and Olin Downes in the United States. Despite a reaction against this vogue in the following generation, Sibelius retained his firm hold over the musical public. Although his inspiration is intimately connected with the Scandinavian landscape, it is not primarily as a nature poet that he is remembered. His achievement both in the symphonic poems and the seven symphonies lies principally in his remarkable mastery of form. The first movement of the third symphony has the clarity of construction of a Haydn or Mozart first movement, yet its organic unity and architecture even surpasses its models. It was in this capacity for organic growth that the secret of his genius lay.

No comments: